- επίρροθος
- ἐπίρροθος, -ον (Α) [ρόθος]1. ως ουσ. βοηθός, σύμμαχος, υπερασπιστής («τοίη oἱ ἐπίρροθος ἦεν Ἀθήνῃ», Ομ. Ιλ.)2. προστάτης, προστατευτικός3. αυτός που επικροτεί, που επιδοκιμάζει4. αυτός που λοιδορεί, που υβρίζει, ο υβριστικός5. επίμεμπτος, ταπεινός, μηδαμινός («ὠθούμεθ’ ἔξω... αἱ μὲν ξένους πρὸς ἄνδρας... αἱ δ’ εἰς ἀήθη δώμαθ’, αἱ δ’ ἐπίρροθα», Σοφ.)6. ο πολύ χρήσιμος, ο σωτήριος.
Dictionary of Greek. 2013.